Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2014

Το ελάφι της Άρτεμης (Κερυνίτις έλαφος)

..Πέρασε αρκετός καιρός απο τον 2ο 'Αθλο του Ηρακλή. Και Ηρθε ο καιρός για τον 3ο του Αθλο....


Μια μέρα ο Ευρυσθέας κάλεσε τον Ηρακλή και τον ρώτησε αν ήταν έτοιμος να αναλάβει τον τρίτο άθλο του.
 
-Είμαι πρόθυμος να κάνω ό,τι μου πεις, του απάντησε ο Ηρακλής.

-Αυτή τη φορά, άρχισε ο Ευρυσθέας, δεν θα σε στείλω να σκοτώσεις κανένα θηρίο. Ωστόσο η αποστολή που θα αναλάβεις μη νομίζεις πως είναι εύκολη. Στα ψηλά βουνά που χωρίζουν την Αργολίδα από την Αρκαδία, ζει ένα ελάφι. Είναι το ιερό ελάφι της θεάς Άρτεμης. Ξεχωρίζει από τα άλλα γιατί έχει χρυσά κέρατα και τρέχει τόσο πολύ , γρηγορότερα και από τον πιο δυνατό άνεμο ακόμα. Θέλω, λοιπόν να μου φέρεις ζωντανό στην Τίρυνθα το ελάφι της Άρτεμης.


Ναι, το καταλάβαινε και ο ίδιος ο Ηρακλής ότι ο τρίτος άθλος του δεν ήταν καθόλου εύκολος. Ήταν και δύσκολος και επικίνδυνος γιατί, αν έπιανε το ελάφι, σίγουρα θα θύμωνε η θεά Άρτεμης και μπορεί να του έκανε μεγάλο κακό. Ωστόσο δεν μπορούσε ν' αρνηθεί. Έπρεπε να υπακούσει στην προσταγή του θείου του. 

    Ξεκίνησε λοιπόν και λίγες μέρες αργότερα έφτασε στα άγρια βουνά της Αρκαδίας. Σ' ένα από αυτά, στο Αρτεμίσιο, συνάντησε έναν κυνηγό και τον ρώτησε αν είχε δει το ελάφι με τα χρυσά κέρατα.

-Το έχω δει πολλές φορές, του αποκρίθηκε ο κυνηγός. Αλλά μην τολμήσεις να το σκοτώσεις γιατί είναι το ιερό ελάφι της Άρτεμης. 
-Θέλω να το πιάσω ζωντανό, του εξήγησε ο Ηρακλής.


 -Δεν θα μπορέσεις γιατί τρέχει σαν αστραπή. Θα σε παρασύρει μακριά και θα βρεθείς σε μια παράξενη χώρα από την οποία δεν θα μπορέσεις ποτέ σου να γυρίσεις. Κυνήγησε άλλα ζώα και μην πειράξεις το ελάφι με τα χρυσά κέρατα.

    Μα ο Ηρακλής δεν άκουσε τη συμβουλή του κυνηγού. Άρχισε να ψάχνει παντού, στις πλαγιές των βουνών, στις χαράδρες και τα ποτάμια, να βρει το ελάφι. Κι ένα πρωί το βρήκε επιτέλους να πίνει νερό από μια μικρή πηγή. Ήταν το πιο όμορφο ελάφι που είχε δει ποτέ του και τα χρυσά του κέρατα άστραφταν στον ήλιο του πρωινού.

   
 Ο Ηρακλής έτρεξε αμέσως να το πιάσει, μα το ελάφι το
βαλε στα πόδια. Έτσι, άρχισε ένα άγριο κυνηγητό που κράτησε αρκετές ώρες, ώσπου νύχτωσε. 
Την άλλη μέρα το κυνηγητό συνεχίστηκε. 
Έτρεχε το ελάφι, έτρεχε ακούραστος κι ο Ηρακλής. Είχαν αφήσει πια πίσω τους τα βουνά κι έτρεχαν σε μια κοιλάδα. Το ελάφι συνάντησε ένα ποτάμι, το Λάδωνα κι έπεσε στα νερά του για να βγει κολυμπώντας στην απέναντι όχθη. Έπεσε κι ο Ηρακλής στο ποτάμι κι επειδή κολυμπούσε πολύ γρήγορα, κατάφερε να προλάβει το ελάφι και να το πιάσει. Το φόρτωσε τότε στον ώμο του και πήρε το δρόμο του γυρισμού για την Τίρυνθα. Μα, ξαφνικά, παρουσιάστηκε μπροστά του η θεά Άρτεμη. 

-Γιατί σκότωσες το ιερό μου ελάφι; τον ρώτησε αγριεμένη.

    Ο Ηρακλής της εξήγησε ότι δεν το σκότωσε, της ζήτησε συγνώμη και της υποσχέθηκε ότι σαν έφτανε στην Τίρυνθα και το έδειχνε στον Ευρυσθέα, θα το άφηνε ελεύθερο.

 Πηγαίνοντας προς το παλάτι του Ευρυσθέα, έμαθε ότι ο βασιλιάς προόριζε το ελάφι για το ζωολογικό του κήπο και σκέφθηκε ένα τέχνασμα: Κάλεσε τον Ευρυσθέα να βγει έξω από το παλάτι ώστε να παραλάβει ο ίδιος το ελάφι. Βλέποντάς τον ο Ευρυσθέας τον συνεχάρη για την επιτυχία του - όταν όμως άπλωσε τα χέρια του για να το πάρει, ο ήρωας πήρε τα χέρια του από το ζώο και αυτό ταχύτατα έτρεξε προς την Άρτεμι. Έτσι εκπλήρωσε τόσο την αποστολή του να φέρει την Κερυνίτιδα Έλαφο στον Ευρυσθέα, όσο και την υπόσχεσή του στην Άρτεμη ότι θα την επέστρεφε.